κόνδυλος

κόνδυλος
κόνδῠλ-ος, ,
A knuckle, Arist.HA493b28: pl., Hp.Art.2; κονδύλοις ἡρμοττόμην (v.

ἁρμόζω 1.4

);

κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ar.V.254

: so in sg., ib.1503;

δοῦναι κόνδυλόν τινι Plu.2.439d

; κονδύλους αὐτῷ δείδι ([etym.] δίδου) POxy.1185.12 (ii/iii A.D.);

κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plu.Alc.7

, etc.; κονδύλοις [πατάξαι], opp. ἐπὶ κόρρης (a slap in the face), D.21.72: prov., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle-sauce to it, i.e. a good thrashing, Ar.Pax 123, ubi v. Sch.;

λόγον ἔχειν τοῦ κ. προχειρότερον Plu.Cat.Mi.1

; νὴ τοὺς κ. οὓς ἠνεσχόμην, Com. oath, Ar.Eq.411.
II generally, knuckle of any joint, as of the humerus, Gal.18(2).617; of the humerus and elbow, Poll.2.141; of the finger (middle joint), Ruf.Onom. 84;

ποδός Luc.Ocyp.28

.
2 knot in a string, Paul.Aeg.6.25.
III any hard, bony knob, of the teeth, Hp.Epid.4.19, 25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κόνδυλος — knuckle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — ο 1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση. 2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδύλοις — κόνδυλος knuckle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλοισι — κόνδυλος knuckle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλου — κόνδυλος knuckle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλους — κόνδυλος knuckle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλων — κόνδυλος knuckle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλον — κόνδυλος knuckle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”